ημερονύκτιο — το ιου, και μερόνυχτο, το χρονικό διάστημα 24 ωρών: Έμεινε άγρυπνος δύο μερόνυχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
εικοσιτετράωρος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί εικοσιτέσσερεις ώρες («εικοσιτετράωρη απεργία») 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσιτετράωρο χρονικό διάστημα εικοσιτεσσάρων ωρών, ένα ημερονύκτιο … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
μερόνυχτο — και μερονύχτι, το βλ. ημερονύκτιο … Dictionary of Greek
νυκτήμερον — νυκτήμερον, τὸ (ΑΜ) ημερονύκτιο, μερόνυχτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἡμέρα] … Dictionary of Greek
νυχθήμερος — (I) νυχθήμερος, έρα, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. το νυχθήμερον το χρονικό διάστημα μιας μέρας και μιας νύχτας, το ημερόνυχτο μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) κατά τη διάρκεια μιας μέρας και μιας νύχτας αρχ. αυτός που διαρκεί ένα ημερονύκτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εικοσ(ι)τετράωρος — η, ο 1. που έχει διάρκεια 24 ωρών: Εικοσιτετράωρη απεργία. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοσ(ι)τετράωρο, το χρονικό διάστημα 24 ωρών, το ημερονύκτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)